πικροπηγή

πικροπηγή
η, Ν
μεταλλική πηγή με νερό που πικρίζει γιατί περιέχει μαγνήσιο και θειικό νάτριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίκρ(ο)*- + πηγή. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Γαληνό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πικροπηγή — η η πηγή που το νερό της πικρίζει, γιατί μπορεί να περιέχει θειικό μαγνήσιο και θειικό νάτριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πικρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λ. τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πικρός ή στο επίρρ. πικρά και δηλώνει ότι το β συνθετικό είναι πικρό στη γεύση (πρβλ. πικραμύγδαλο, πικρόγλυκος, πικρόμηλο), επώδυνο, οδυνηρό, δυσάρεστο (πρβλ. πικραγαπημένος, πικροβάσανα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”